- εύστρεπτος
- εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)αρχ.(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.